- ἀκριβολογεῖται
- ἀκρῑβολογεῖται , ἀκριβολογέομαιto be exactpres ind mid 3rd sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ονυχίζω — ὀνυχίζω (Α) [όνυξ, υχος (Ι)] 1. (ενεργ. και μέσ.) κόβω τα νύχια 2. μτφ. α) εξετάζω κάτι με μεγάλη επιμέλεια, διερευνώ επακριβώς, εξονυχίζω β) μέσ. απατώ, εξαπατώ 3. φρ. «ὀνυχίζω ὄνυχας» (για ζώο) έχω την οπλή διαιρεμένη, δηλ. σχισμένη 4. (κατά… … Dictionary of Greek